Το adalimumab (ανταλιμουμάμπη) πρόκειται για ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα εναντίον του διαλυτού και του συνδεδεμένου στην κυτταρική μεμβράνη TNF-α, και μπλοκάρει την αλληλεπίδραση με τους p55, p75, TNF υποδοχείς κυτταρικής επιφανείας. Έχει έγκριση για θεραπεία σε ψωρίαση κατά πλάκας από το 2007 (ΕΜΑ) και την παιδιατρική ψωρίαση κατά πλάκας από το 2015 (ΕΜΑ), ενώ έχει επίσης εγκριθεί για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την ψωριασική αρθρίτιδα, την πολυαρθρική νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα για παιδιά 2 ετών και άνω, την αρθρίτιδα σχετιζόμενη με ενθεσίτιδα για παιδιά 6 ετών και άνω, την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, την αξονική σπονδυλαρθρίτιδα χωρίς ακτινολογικά ευρήματα αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας, την διαπυητική ιδρωταδενίτιδα, την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο του Crohn σε ενήλικες και παιδιά άνω των 6 ετών.
Το adalimumab ενδείκνυται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής χρόνιας ψωρίασης κατά πλάκας σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι είναι υποψήφιοι για συστηματική θεραπεία.
Χορηγείται με υποδόρια ένεση, σε μια αρχική δόση εφόδου 80mg, 40mg 1 εβδομάδα μετά τη δόση εφόδου, και στη συνέχεια 40mg κάθε 2η εβδομάδα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι 12 ημέρες (2 εβδομάδες). Μετά τις 16 εβδομάδες, οι ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση μπορεί να ωφεληθούν από μια αύξηση της συχνότητας του δοσολογικού σχήματος σε 40mg κάθε εβδομάδα. Η αποτελεσματικότητα φαίνεται πως διατηρείται σε μελέτες διάρκειας της θεραπείας έως και 160 εβδομάδες.
Είναι φάρμακο FDA κατηγορίας Β για την εγκυμοσύνη, και δεν συστήνεται κατά την εγκυμοσύνη ή το θηλασμό. Συστήνεται αντισύλληψη για τις γυναίκες ασθενείς για 5 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας.